Τα τελευταία 2 χρόνια, γύρω από το προσφυγικό ζήτημα, βλέπουμε να συγκρούονται 2 αντίθετοι κόσμοι και να δημιουργούνται 2 αντίθετες εικόνες. Από τη μία είναι ο κόσμος των κέντρων κράτησης, της καταστολής, του ρατσισμού και της ξενοφοβίας και από την άλλη βρίσκεται ο κόσμος της αλληλεγγύης, ο κόσμος που δείχνει ότι μπορούμε να ζήσουμε μαζί, ότι μπορούμε να ζήσουμε αλλιώς. Το τελευταίο διάστημα οι συνθήκες κράτησης και φυλάκισης μεταναστών (βλ. Πέτρου Ράλλη, Μόρια, Κόρινθο, Αμυγδαλέζα) συνεχίζουν να είναι επικίνδυνες για την υγεία και την ασφάλεια τους, στερώντας τους κάθε αξιοπρέπεια. Παρ’όλα αυτά η κυβέρνηση, μετά και τις εξωφρενικές δηλώσεις Τόσκα, κλιμακώνει την επίθεση στον κόσμο της αλληλεγγύης, έχοντας εκκενώσει ήδη από το καλοκαίρι 5 καταλήψεις στέγης προσφύγων. Αυτή η κυβερνητική επιλογή, στοχεύει ξεκάθαρα να καταπνίξει κάθε φωνή που ζητά δικαιοσύνη και ισότητα, κάθε αγώνα ενάντια στο ρατσισμό και τον αυταρχισμό.
Παράνομοι δεν είναι οι πρόσφυγες…
Από την πρώτη στιγμή η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, συνεχίζοντας το έργο της κυβέρνησης Σαμαρά, διατήρησε και τον φράχτη του Έβρου, απέναντι στον οποίο κάποτε διαδήλωνε, αλλά και τόσα κέντρα κράτησης που είχαν δημιουργηθεί μέχρι τότε. Παραβιάζοντας λοιπόν, κάθε κατοχυρωμένο ανθρώπινο δικαίωμα, η κυβέρνηση, υπέγραψε και εφαρμόζει κατά γράμμα τον τελευταίο χρόνο, την ντροπιαστική συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας. Μία συμφωνία που, ενισχύοντας την οικοδόμηση μίας Ευρώπης-Φρούριο, προβλέπει εκτεταμένες επαναπροωθήσεις προσφύγων στην «ασφαλή Τουρκία» (sic), την δημιουργία νέων κέντρων κράτησης, την εντατικοποίηση της φύλαξης των συνόρων. Η εγκληματική αυτή συμφωνία, κάνει την είσοδο των προσφύγων στη χώρα ακόμη πιο επικίνδυνη και φράζει ασφυκτικά όλα τα ασφαλή περάσματα σε αυτή. Παράλληλα όμως -σύμφωνα και με τον ΟΗΕ- καταπατά αναφαίρετα δικαιώματα τους, επιτρέπει τη φυλάκιση τους και σε πολλές περιπτώσεις τη παράνομη απέλαση τους σε γειτονικές χώρες από την Τουρκία.
Επιπρόσθετα σε όλα τα παραπάνω, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, τόσο σε επίπεδο ρητορείας όσο και σε επίπεδο πρακτικών, συνέχισε τον παραγκωνισμό των προσφύγων και τον αποκλεισμό τους από τον αστικό ιστό. Δημιουργώντας νέα κέντρα κράτησης αποκομμένα από τα αστικά κέντρα, αφήνοντας τη διαχείριση του ζητήματος σε ΜΚΟ και διατηρώντας τις άθλιες συνθήκες κράτησης, η κυβέρνηση «προτίμησε τον ρεαλισμό» (sic) και απέδειξε ότι αντιλαμβάνεται τους πρόσφυγες ως αριθμούς. Παράλληλα η συνεχής δυσφήμιση του κινήματος αλληλεγγύης, η ποινικοποίηση των δομών αλληλεγγύης και της δράσης αυτών, έδωσε πάτημα και βήμα, σε ακροδεξιές ρητορείες (Βλ. Σχολεία Ωραιοκάστρου και Φιλιππειάδας) , στην αυθαιρεσία και εγκληματική αδιαφορία της αστυνομίας αλλά και στον φασιστικό ακτιβισμό της Χ.Α.
Παράνομοι λοιπόν δεν είναι οι πρόσφυγες, παράνομος δεν μπορεί να είναι κανένας άνθρωπος που θέλει να επιβιώσει και να διασφαλίσει μία ζωή για εκείνον και την οικογένεια του. Παράνομοι είναι αυτοί που κλείνουν τα σύνορα στους πρόσφυγες, αυτοί που τους επαναπροωθούν στη μέση του Αιγαίου, αυτοί που δημιουργούν Φαρμακονήσια, που τους φυλακίζουν, που τους στοιβάζουν σε κέντρα κράτησης. Παράνομοι είναι όλοι όσοι τους αρνούνται μία αξιοπρεπή ζωή μακριά από τους πολέμους και την περιθωριοποίηση.
Για την οικοδόμηση μίας άλλης κοινωνίας!
Απέναντι σε όλα αυτά, το κίνημα αλληλεγγύης που αναπτύχθηκε όλο το περασμένο διάστημα, έχει αποδείξει ότι υπάρχει το διαφορετικό, ότι πρόσφυγες και ντόπιοι μπορούν και θέλουν να ζήσουν μαζί. Οι καταλήψεις στέγης που έχουν δημιουργηθεί, απεικονίζουν έναν άλλον τρόπο δόμησης της κοινωνίας, μία κίνηση των «από κάτω» να απαντήσουν στο προσφυγικό ζήτημα, φτιάχνοντας μικρές κοινότητες αυτοοργάνωσης. Οι καταλήψεις στέγης έχουν καταφέρει να αξιοποιήσουν εγκαταλελειμμένα για καιρό κτήρια και να τα μετατρέψουν σε ζωντανούς οργανισμούς, σε νησίδες αξιοπρέπειας κι αλληλεγγύης μέσα στην πόλη. Έχουν καταφέρει να διεκδικήσουν την ένταξη των προσφύγων στις τοπικές κοινωνίες, αλλά και να αποδείξουν ότι υπάρχει ένας άλλος δρόμος, αυτός της συμβίωσης. Πολλά εγχειρήματα κατάφεραν να γίνουν μέρος της τοπικής κοινωνίας, ακόμη και σε περιοχές αρκετά αντιδραστικές. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν τα προσφυγόπουλα, που αυτή τη στιγμή σπουδάζουν σε ελληνικά σχολεία και οι οικογένειες προσφύγων που χτίζουν την καθημερινότητα τους στην πόλη και εντάσσονται στην κοινωνία μακριά από την γκετοποίηση των κέντρων κράτησης.
Οι καταλήψεις στέγης πέραν από την έμπρακτη αλληλεγγύη και την πολιτισμική συνύπαρξη, αποτελούν ταυτόχρονα εστίες αγώνα, χώρους πολιτικής ζύμωσης και μεταφοράς εμπειριών. Με άλλα λόγια, ο τρόπος με τον οποίο γίνεται ο καταμερισμός των εργασιών στα εγχειρήματα, οι ανοιχτές συνελεύσεις και η συμμετοχή των προσφύγων στη λήψη των αποφάσεων, είναι μία διαδικασία χειραφετητική και άρα μία διαδικασία βαθειά πολιτική. Αλληλέγγυοι και πρόσφυγες, συνυπάρχουν, οργανώνονται, διεκδικούν αναφαίρετα δικαιώματα και ελευθερίες και αγωνίζονται για αξιοπρεπείς συνθήκες διαβίωσης και εργασίας, τόσο για τους πρόσφυγες όσο και για τους ντόπιους που τα τελευταία χρόνια πλήττονται από τις πολιτικές λιτότητας που εφαρμόζονται σε όλη την Ευρώπη.
Απέναντι λοιπόν στον αποκλεισμό και την φυλάκιση των προσφύγων, οι καταλήψεις απαντούν με τη συγκατοίκηση εντός του αστικού ιστού. Απέναντι στον ατομικισμό, με τη συλλογική ζωή. Απέναντι στην ξενοφοβία και τον ρατσισμό, με την αλληλεγγύη και τον σεβασμό στο διαφορετικό. Οι καταλήψεις στέγης αφήνουν υλικό αποτύπωμα στο σήμερα και παράγουν πολιτική υπό το πρίσμα της αλληλεγγύης. Αποτελούν αντιπαραδείγματα σχέσεων και τρόπου ζωής, είναι κοιτίδες ισότητας κι ελευθερίας. Γι’αυτό και θα συνεχίσουμε να φωνάζουμε «Κάτω τα χέρια από της καταλήψεις στέγης!», με τους πρόσφυγες θα ζήσουμε μαζί, θα αγωνιστούμε μαζί, θα ανοίξουμε τον δρόμο για την κοινωνική χειραφέτηση και για την οικοδόμηση μια άλλης, εφικτής κοινωνίας!